άγυιος

άγυιος
ἄγυιος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει μέλη ή ο ασθενικός κατά τα μέλη τού σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + γυῖον (= μέλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἄγυιος — without limbs masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγυια — ἄγυιος without limbs neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυίον — γυῑον, το (Α) 1. μέλος τού σώματος 2. χέρι 3. ολόκληρο το σώμα 4. πληθ. γυῑα, τα α) τα μέλη τού σώματος («γυῑα λέλυντο», «τρόμος, κάματος λάβε γυῑα») β) τα χέρια 5. φρ. α) «γυῑα ποδῶν» τα πόδια β) «μητρός γυῑα» η μήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”